- εὔπτερος
- εὔπτεροςwell-wingedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπτερος — εὔπτερος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραία φτερά 2. αυτός που έχει φτερά στην ψυχή του, ο αγγελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος, ωκύ πτερος] … Dictionary of Greek
εὔπτερον — εὔπτερος well winged masc/fem acc sg εὔπτερος well winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτέρου — εὔπτερος well winged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτέρους — εὔπτερος well winged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτέρων — εὔπτερος well winged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπτερα — εὔπτερος well winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπτεροι — εὔπτερος well winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek